Γυναίκες-αφεντικά κατέχουν κάποιες φορές την φήμη ότι δεν είναι και πολύ καλές στο επάγγελμα που ασκούν. Κάποιες παρουσιάζουν αυτό που λέγεται συμπεριφορά «βασίλισσας μέλισσας», απομονώνοντας τους εαυτούς τους από τις άλλες γυναίκες με τις οποίες συνεργάζονται, αρνούμενες ακόμη και να βοηθήσουν εκείνες που αναρριχώνται σε αυτό που κάνουν.
Όμως, μια νέα μελέτη του Psychological Science, ενός περιοδικού της Ένωσης Ψυχολογικής Επιστήμης, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είναι λάθος να ενοχοποιούμε τις γυναίκες για αυτή τους την συμπεριφορά, ενώ αντί για αυτό ας ενοχοποιηθεί το σεξιστικό τους περιβάλλον.
Η Belle Derks του Πανεπιστημίου Leiden στην Ολλανδία έχει ερευνήσει εκτενώς το πώς οι άνθρωποι απαντούν στο σεξισμό. Από τις παρατηρήσεις της για τις γυναίκες στον εργασιακό χώρο, πιστεύει ότι οι γυναίκες αυτές συχνά κρίνονται με διαφορετικά μέτρα και σταθμά από τους άντρες. Συμπεριφορά που θα γινόταν αντιληπτή θετικά για έναν άντρα, όπως η ανταγωνιστικότητα, γίνεται αντιληπτή αρνητικά όταν την φέρουν οι γυναίκες.
Η Derks και οι συνεργάτες της αναρωτήθηκαν αν αυτή η «βασιλική» συμπεριφορά – ειναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι οι διακρίσεις λόγω φύλου είναι ένα πρόβλημα, που μπορεί να προκύπτει ως απάντηση σε ένα δύσκολο ανδροκρατούμενο περιβάλλον. Για την πραγματοποίηση της έρευνας έδωσαν διαδικτυακά ένα ερωτηματολόγιο σε 63 γυναίκες που εργάζονταν σε αστυνομικά τμήματα σε τρεις ολλανδικές πόλεις.
Μια από τις πρώτες ερωτήσεις ήταν περί του πόσο σημαντική ήταν η ταυτότητα του φύλου τους στην εργασία. Για παράδειγμα, ερωτήθηκαν για το πόσο ταυτίζονταν με άλλες γυναίκες στο αστυνομικό σώμα όπου εργάζονταν.
Για το πείραμα αυτό, στις μισές γυναίκες που συμμετείχαν ζητήθηκε να γραφτεί ένα παράδειγμα μιας κατάστασης όπου θεωρούσαν ότι το γεγονός ότι ήταν γυναίκες τους είχε στοιχήσει εργασιακά, δηλαδή ότι γίνονταν διακρίσεις εις βάρος τους, ή περιπτώσεις που άκουσαν άλλους ανθρώπους μέσα τον εργασιακό χώρο να μιλούν αρνητικά για τις γυναίκες. Στις άλλες μισές ζητήθηκε να γράψουν για μια στιγμή όπου το φύλο τους δεν ήταν εμπόδιο και είχαν θεωρηθεί πολύτιμες για τις προσωπικές τους ικανότητες.
Έπειτα οι γυναίκες ρωτήθηκαν σχετικά με το στυλ ηγεσίας τους, για το πόσο δηλαδή διαφορετικές θεωρούσαν ότι ήταν από άλλες γυναίκες, και αν έχουν αισθανθεί ότι οι διακρίσεις λόγω φύλου ήταν πρόβλημα για τις γυναίκες εκείνες που εργάζονταν στην αστυνομία.
Ο τρόπος που οι γυναίκες απάντησαν στα ερωτήματα αυτά εξαρτήθηκε από τη ισχύ της ταυτότητας του φύλου τους κατά την εργασία. Οι γυναίκες που είχαν ετοιμαστεί να σκεφτούν περί διακρίσεων λόγω φύλου απάντησαν «βασιλικά» – ότι είχαν δηλαδή ένα ανδρικό στυλ ηγεσίας, ότι ήταν πολύ διαφορετικές από τις άλλες γυναίκες και οι διακρίσεις λόγω φύλου δεν τις επηρέασαν. Εκείνες που προσδιορίστηκαν έντονα με βάση το φύλο τους στην εργασία είχαν αντίθετη απάντηση – σκεπτόμενες περί διακρίσεων απέναντι στις γυναίκες.
Το γεγονός ότι μόνο ορισμένες γυναίκες συμπεριφέρονται ως «βασίλισσες μέλισσες», και αυτό αφού έχουν ωθηθεί στο να σκεφτούν τις σχετικές με το φύλο τους διακρίσεις υποδηλώνει πως, για τις επιχειρήσεις που επιθυμούν περισσότερες γυναίκες στην κορυφή και απλά τις τοποθετούν εκεί περιμένοντας από αυτές να γίνουν μέντορες προς τις άλλες γυναίκες-συνεργάτιδες τους, δεν θα λειτουργήσει.
Η Derks επισημαίνει ότι αν απλώς τοποθετήσουμε γυναίκες σε ανώτερες θέσεις, χωρίς να κάνουμε τίποτα για τις διακρίσεις λόγω φύλου στην επιχείρηση, οι γυναίκες αυτές θα αναγκαστούν να αποστασιοποιηθούν από την ομάδα, μπορούν δηλαδή να αρνούνται ότι υπάρχει προκατάληψη του φύλου, ή να αποφεύγουν την βοήθεια στις γυναίκες σε χαμηλότερες θέσεις.
Αν κάποιος θέσει έτσι τις γυναίκες σε έναν εργασιακό χώρο ώστε να πρέπει να επιλέξουν μεταξύ των δυνατοτήτων τους και των δυνατοτήτων της ομάδας, μερικές γυναίκες θα επιλέξουν τους εαυτούς τους.
Πηγή: Divya Menon, Ένωση Ψυχολογικής Επιστήμης